Ο διαβήτης είναι μία πάθηση, όπου ο οργανισμός δεν μπορεί να μεταβολίσει σωστά κυρίως τους υδατάνθρακες, αλλά και πρωτεΐνες και λίπη που καταναλώνει. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους! Ο πρώτος λόγος είναι η παραγωγή μη επαρκούς ή καθόλου ποσότητας ινσουλίνης από το πάγκρεας. Ο δεύτερος λόγος είναι πως δεν είναι δυνατή η ανταπόκριση των κυττάρων στην έκκριση ινσουλίνης, η οποία στοχεύει στην απορρόφηση της γλυκόζης από αυτά.
“Η διατροφή ενός διαβητικού θα πρέπει να περιέχει τρόφιμα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη”
Έτσι μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνεται σταδιακά το ζάχαρο στο αίμα για να μην έχουμε υπεργλυκαιμία ή υπογλυκαιμία.
Ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο πρέπει να περιέχει 45-50 % υδατάνθρακες.
Ο καλύτερος σύμμαχος στη διατροφή ενός ατόμου με διαβήτη είναι οι φυτικές ίνες. Τόσο οι διαλυτές όσο και οι αδιάλυτες. Ο ανθρώπινος οργανισμός δεν μπορεί να αφομοιώσει τις φυτικές ίνες διότι δεν διαθέτει τα κατάλληλα ένζυμα ώστε να τις μεταβολίσει.
«Φιλικά» βακτήρια που υπάρχουν στο παχύ έντερο μπορούν και μεταβολίζουν τις φυτικές ίνες. Για αυτό είναι απαραίτητες ώστε να τραφούν και να διατηρηθεί ο αριθμός τους, ενώ παράλληλα προσφέρουν την ευεργετική τους δράση. Δεν επηρεάζουν τη γλυκόζη του αίματος, λόγω της αδυναμίας του οργανισμού να τις μεταβολίσει. Παράλληλα καταλαμβάνουν όγκο στο πεπτικό σύστημα μέσω του νερού που απορροφούν, προσδίδοντας παρατεταμένο κορεσμό.
Μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Παντόβα στην Ιταλία έδειξε ότι η κατανάλωση ενός ψωμιού ενισχυμένου με β-γλυκάνες (αδιάλυτες φυτικές ίνες), μείωσε την γλυκόζη του πλάσματος κατά 17 mg/dL, όπως επίσης και τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (2).
Σε καθημερινή βάση πρέπει να καταναλώνουμε 25-30 γραμμάρια φυτικών ινών τις οποίες να προσλαμβάνουμε από φρούτα, λαχανικά, καρπούς και σιτηρά ολικής αλέσεως. Επομένως ένα διαβητικό άτομο θα πρέπει να τηρεί αυτά τα γραμμάρια φυτικών ινών έτσι ώστε να διατηρεί την ευγλυκαιμία του μέσα στη μέρα. Να αποφεύγει τα δυσάρεστα συμπτώματα που επιφέρουν τόσο η υπογλυκαιμία όσο και η υπεργλυκαιμία.